Λυσίστρατος

Λυσίστρατος
Λυσίστρατος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λυσίστρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Κορίνθιος ηγεμόνας (7ος αι. π.Χ.). Το 683 π.Χ. βοήθησε τους Σπαρτιάτες εναντίον των Μεσσηνίων. Ο Αριστομένης, αρχηγός των Μεσσηνίων, τον έσφαξε στη σκηνή του μαζί με άλλους. 2. Αθηναίος χρησμολόγος… …   Dictionary of Greek

  • Λυσιστράτου — Λυσίστρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσιστράτῳ — Λυσίστρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσίστρατε — Λυσίστρατος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυσίστρατον — Λυσίστρατος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛИСИСТРАТ —    • Lysistrătus,          Λυσίστρατος,        1. афинянин, над которым насмехались за его убожество (Arist. Eq. 1267. Arist. Acharn. 855. Lys. 1105); был замешан в процессе гермокопидов и приговорен к смертной казни, но нашел случай избежать… …   Реальный словарь классических древностей

  • κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”